«Υλικό Εύθραυστο»
Εύθραυστο σαν ένα παιδικό παιχνίδι, το εικαστικό σύμπαν της Λ. Αγραφιώτη γεννιέται μέσα από θραύσματα ετερόκλητων εικόνων. Ο τρόπος που δουλεύει τα έργα της αποδεικνύει ότι στη σημερινή εποχή -των πολυμέσων, της ψηφιακής τεχνολογίας και της κινούμενης εικόνας- η παραστατική ζωγραφική δεν είναι μια τέχνη παρωχημένη και αυτιστικά απομονωμένη στις περασμένες της δόξες, αλλά πάντα επίκαιρη και σε ανοιχτό διάλογο με την εποχή της.
Πριν να πιάσει τα πινέλα της, η ζωγράφος πιάνει το ποντίκι του υπολογιστή· μπροστά στην οθόνη επεξεργάζεται φωτογραφίες και εικόνες από έντυπα ευρείας κυκλοφορίας, από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο. Παίζει με το υλικό της, το μοντάρει, πειραματίζεται με φόρμες και πιθανούς συσχετισμούς και στο τέλος μεταπλάθει τα επεξεργασμένα ψηφιακά της αρχεία χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ζωγραφικά μέσα. Τα pixels μεταφράζονται σε πινελιές, ακρυλικά χρώματα και ακουαρέλες, και οι αρχικές εικόνες ξαναγεννιούνται μέσα από το χέρι της ζωγράφου και γίνονται Ζωγραφική, σαν να επιστρέφουν στην αθωότητά τους, στην παιδική τους ηλικία.
Κοινό χαρακτηριστικό σ’ αυτή τη διαδικασία ζωγραφικής μεταγραφής, είναι ότι οι αρχικές εικόνες χάνουν τη σωματικότητά τους και γίνονται διάφανες. Τα περιγράμματα των μορφών και των αντικειμένων είναι πια ασαφή και ρευστά. Σ’ αυτό τον φασματικό κόσμο δεν υπάρχει ‘μπροστά’ και ‘πίσω’, ‘πρώτο επίπεδο’ και ‘φόντο’. Διάφανες οι εικόνες κολυμπούν η μια μέσα στην άλλη, και πότε βυθίζονται, πότε αναδύονται και πάλι. Ο θεατής πρέπει μόνος του να ξεδιαλύνει τις συμπλεκόμενες εικόνες, αφήνοντας τη ματιά του να αιωρηθεί ανάμεσα στα πολλαπλά επίπεδα του πίνακα.
Παρά τη χρήση μιας ρεαλιστικής μορφοπλαστικής γλώσσας, η ζωγράφος δεν διστάζει να υπονομεύσει τον ψευδαισθησιακό χαρακτήρα της ζωγραφικής της, διαταράσσοντας τη χωροχρονική εμπειρία: η διαφάνεια των εικόνων διαρρηγνύει συγχρόνως τα όρια χώρου και χρόνου· το «εδώ» και το «εκεί», το «πριν», το «τώρα» και το «μετά» συνδιαλέγονται και συνυπάρχουν, δημιουργώντας μια νέα, μαγική «παν-διάσταση».
Κεντρική θέση στη θεματική της έχουν τα παιδιά. Αθώα και αδύναμα, κουρνιάζουν στη μητρική αγκαλιά, κοιμούνται, κλαίνε ή παίζουν. Τίποτε όμως στους πίνακες δεν δίνει την καθησυχαστική επιβεβαίωση ότι βρίσκουν πράγματι την ασφάλεια και την τρυφερότητα που αποζητούν. Μέσα από τις ρωγμές αυτού του εύθραυστου κόσμου διαρρέει μια υπόγεια αίσθηση απειλής και νοσηρότητας, υπαινιγμοί βίας και εξουσίας. Εικόνες παράταιρες διασταυρώνονται αναπάντεχα: ένα κεφάλι κοιμισμένου βρέφους ανάμεσα σε μετέωρες χειροπέδες - ένα πλαστικό παπάκι έτοιμο να τεμαχιστεί από μαχαιροπίρουνο - μια κούκλα με περίστροφο απειλεί ένα μωρό.
Μέσα σ’ αυτές τις συγκρουόμενες δυνάμεις το σύμπαν της ζωγράφου παραμένει αρραγές. Η Αγραφιώτη προστατεύει το εύθραυστο υλικό της από θεαματικές εκρήξεις και κατακερματισμούς, που θα παρήγαγαν μια εικονοποιία πομπώδη ή διδακτική. Δεν την ενδιαφέρει το κατηγορηματικό, το σαφές, το άκαμπτο. Υφαίνει τις εικόνες της με διάφανη κλωστή και αφήνει σχισμές και ανοίγματα απ’ όπου πραγματικότητα και παιχνίδι τρυπώνουν ή ξεγλιστρούν, αφήνοντας τον θεατή να μαντέψει μόνος του πού βρίσκεται η αλήθεια.
Όλγα Καραμητοπούλου